Το Τραγούδι του Χρόνου
Βιβλίο Πρώτο, Η Χώρα των Χαμένων Ευχών
"Είναι γεγονός. Η Χώρα των Χαμένων Ευχών, το πρώτο βιβλίο της σειράς το
Τραγούδι του Χρόνου, κυκλοφορεί σε νέα μορφή από τις εκδόσεις Όστρια.
Την ερχόμενη Δευτέρα 21/12 και ώρα 7 το
βράδυ θα πραγματοποιηθεί η παρουσίαση του βιβλίου στο χώρο των εκδόσεων
Χέυδεν 3, στο σταθμό της Βικτώριας. Μαζί μου θα είναι οι καλοί μου φίλοι
και συνοδοιπόροι σε αυτήν την μεγάλη περιπέτεια, Λευτέρης Κεραμίδας,
Ευθυμία Δεσποτάκη και Μιχάλης Γεωργοστάθης."
Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και οι άνθρωποι ανυπομονούσαν τον ερχομό το
νέου χρόνου και όλα αυτά που επιθυμούσαν να τους φέρει. Ήταν μια νύχτα
χαράς, γλεντιού, πυροτεχνημάτων και ξέφρενων καταστάσεων, δώρων, ευχών
και προσευχών. Μια τρελή γιορτή στην καρδιά του χειμώνα.
Όχι όμως για όλους. Για κάποιους ήταν μια μελαγχολική νύχτα νοσταλγίας και ανησυχίας. Για κάποιους άλλους ήταν μια κοινή μέρα, αδιάφορη και βαρετή, μια μέρα όπου τίποτα δεν άλλαζε και που ούτε επρόκειτο να αλλάξει. Αυτό πίστευαν όσοι δεν είχαν τίποτα να περιμένουν ούτε από τα Χριστούγεννα ούτε από την Πρωτοχρονιά.
Ένας από αυτούς ήταν και ο ήρωας αυτής εδώ της ιστορίας. Ένα αγόρι που μεγάλωνε και ωρίμαζε, βλέποντας τις χαρές της παιδικής του ηλικίας να σβήνουν μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, Πρωτοχρονιά με Πρωτοχρονιά. Κάποτε το αγόρι πίστευε στα θαύματα, ειδικά σε εκείνα που λένε πως συμβαίνουν τις μέρες των Χριστουγέννων. Τώρα πια, κι ενώ ήταν μόλις δώδεκα χρονών, δεν είχε να πιστεύει σε τίποτα, πόσο μάλλον σε θαύματα.
Όμως αυτή η ιστορία δεν μιλά μόνο για αυτό το αγόρι, αλλά και για ένα άλλο παιδί, την αδελφή του. Ετούτο το μικρό κορίτσι, όπως τα πιο πολλά παιδιά εκείνης της αθώας ηλικίας, έβλεπε τα Χριστούγεννα ως μαγικά και ατελείωτα, την ωραιότερη εποχή του έτους. Κι όταν οι γιορτές περνούσαν, το κορίτσι περίμενε υπομονετικά να ξαναγυρίσουν για να σκορπίσουν λίγη ομορφιά στη θλιμμένη γκρίζα πόλη που είχε το όνομα Τσιμεντούπολη.
Αυτά τα δυο παιδιά, εκείνο το βράδυ της παραμονής, επρόκειτο να ζήσουν μια μοναδική εμπειρία, παράξενη και θαυμαστή. Σε έναν κόσμο όπου η μαγεία κρύβεται σε εγκαταλελειμμένα μέρη, μυστικά τραγούδια και άγνωστα μονοπάτια, τα δυο παιδιά θα ξεκινούσαν ένα μακρινό ταξίδι, μακριά από το μέρος που αποκαλούσαν σπίτι. Ένα ταξίδι πέρα από την προσμονή, πέρα από το όνειρο, πέρα απ’ τη φαντασία.
Όχι όμως για όλους. Για κάποιους ήταν μια μελαγχολική νύχτα νοσταλγίας και ανησυχίας. Για κάποιους άλλους ήταν μια κοινή μέρα, αδιάφορη και βαρετή, μια μέρα όπου τίποτα δεν άλλαζε και που ούτε επρόκειτο να αλλάξει. Αυτό πίστευαν όσοι δεν είχαν τίποτα να περιμένουν ούτε από τα Χριστούγεννα ούτε από την Πρωτοχρονιά.
Ένας από αυτούς ήταν και ο ήρωας αυτής εδώ της ιστορίας. Ένα αγόρι που μεγάλωνε και ωρίμαζε, βλέποντας τις χαρές της παιδικής του ηλικίας να σβήνουν μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, Πρωτοχρονιά με Πρωτοχρονιά. Κάποτε το αγόρι πίστευε στα θαύματα, ειδικά σε εκείνα που λένε πως συμβαίνουν τις μέρες των Χριστουγέννων. Τώρα πια, κι ενώ ήταν μόλις δώδεκα χρονών, δεν είχε να πιστεύει σε τίποτα, πόσο μάλλον σε θαύματα.
Όμως αυτή η ιστορία δεν μιλά μόνο για αυτό το αγόρι, αλλά και για ένα άλλο παιδί, την αδελφή του. Ετούτο το μικρό κορίτσι, όπως τα πιο πολλά παιδιά εκείνης της αθώας ηλικίας, έβλεπε τα Χριστούγεννα ως μαγικά και ατελείωτα, την ωραιότερη εποχή του έτους. Κι όταν οι γιορτές περνούσαν, το κορίτσι περίμενε υπομονετικά να ξαναγυρίσουν για να σκορπίσουν λίγη ομορφιά στη θλιμμένη γκρίζα πόλη που είχε το όνομα Τσιμεντούπολη.
Αυτά τα δυο παιδιά, εκείνο το βράδυ της παραμονής, επρόκειτο να ζήσουν μια μοναδική εμπειρία, παράξενη και θαυμαστή. Σε έναν κόσμο όπου η μαγεία κρύβεται σε εγκαταλελειμμένα μέρη, μυστικά τραγούδια και άγνωστα μονοπάτια, τα δυο παιδιά θα ξεκινούσαν ένα μακρινό ταξίδι, μακριά από το μέρος που αποκαλούσαν σπίτι. Ένα ταξίδι πέρα από την προσμονή, πέρα από το όνειρο, πέρα απ’ τη φαντασία.
Όμως το βράδυ, πριν ο χρόνος
κινήσει για το παντοτινό ταξίδι του, τα παιδιά είχαν φύγει…
Κι αν αναρωτηθείτε πού πήγαν, το μόνο που ξέρω να πω με σιγουριά είναι πως πήγαν … κάπου.
Κι αν αναρωτηθείτε πού πήγαν, το μόνο που ξέρω να πω με σιγουριά είναι πως πήγαν … κάπου.
0 σχόλια:
Post a Comment