O Αντώνης Τουμανίδης κάθεται αναπαυτικά στην καρέκλα του πάνελ και
χαμογελάει ανεπαίσθητα -καθώς παρακολουθεί μπροστά τους τον ηθοποιό που
διαβάζει ένα απόσπασμα από το “Εφιάλτες και παραμύθια”. Είναι η επίσημη παρουσίαση
του βιβλίου στον Ιανό. Απέναντι του βρίσκομαι μαζί με εκλεκτή παρέα: Νικολέτα
Κατσιούλη, Άρτεμις Βελούδου-Αποκότου, Τατιάνα Τζινιώλη -και δεν μπορώ παρά να
σκεφτώ την ώρα που ζούμε
την τόσο ζωντανή αυτή παρουσίαση (στον Ιανό δεν πέφτει καρφίτσα) την πορεία του
γεμάτου ταλέντου αυτού συγγραφέα.
Ο
ίδιος θα μου πει -πριν περάσει και σε κάποιες αποκαλύψεις, αργότερα στην
κουβέντα μας, ότι:
“Γεννήθηκα στη Σκύδρα Εδέσσης το 1979.
Σπούδασα Ιστορία της Τέχνης και Αρχαιολογία στα Ιωάννινα και Ιστορία της Τέχνης
και Τεχνοκριτική στη Γαλλία, όπου και πραγματοποίησα επιπλέον σπουδές στον
Κινηματογράφο και στη Θρησκειολογία. Στη Θρησκειολογία ειδικεύτηκα στην ιστορία
των Παπών. Είμαι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου του Πανεπιστημίου του Bordeaux
στη γαλλική θρησκευτική γλυπτική του 19ου αιώνα και υποψήφιος διδάκτορας του
Πανεπιστημίου Αθηνών με ειδίκευση στη σύγχρονη ελληνική γλυπτική”
Δεν είχα ποτέ το
μικρόβιο του δημοσιογράφου (ευτυχώς για τη δημοσιογραφία) αλλά όταν πρότεινα
στον Τουμανίδη να κάνουμε την συνέντευξη αυτή, το πρότεινα κυρίως γιατί θα μου
δινόταν η ευκαιρία να γνωρίσω έναν εξαιρετικό συνάδελφο στο χώρο του
φανταστικού, ένα δοκιμασμένο συγγραφέα του οποίου η φήμη έχει ταξιδέψει πέρα
από τα ελληνικά σύνορα.
Η ανταπόκριση που έδειξε στο κάλεσμα μου και η ειλικρινής
χαρά του για την ευκαιρία να γνωρίσει και εκείνος ένα συνάδελφο του
φανταστικού, φανέρωσε εκτός από μια σπουδαία πένα και έναν σπουδαίο άνθρωπο.
Έτσι ...είπα να μην τον στριμώξω αμέσως σα σκοινιά και να ξεκινήσω με πιο
απλές, αλλά δοκιμασμένες και ενδιαφέρουσες ερωτήσεις.
Τον ρωτάω πότε και γιατί, ξεκίνησε να
γράφει.
“Γράφω από
παιδί”, απαντάει. “Ως προς το «γιατί», απλά δεν
υπάρχει «γιατί». Και το ξέρεις και εσύ καλά. Είναι μια ανάγκη. Μια ανάγκη που
δεν μπορείς να υπερκεράσεις.”
Δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο.
Πότε όμως, του λέω, αποφάσισες ότι θέλεις να γίνεις συγγραφέας; (Αν το
αποφάσισες συνειδητά) βάζω σε παρένθεση.
Απαντάει
με ειλικρίνεια:
“Για να
είμαι ειλικρινής ξεκίνησα σαν ένας ερασιτέχνης blogger και ονειροπόλος που απλά κατέγραφε τις σκέψεις του.
Από την άλλη ένας συγγραφέας από το πρώτο μέχρι το τελευταίο του βιβλίο οφείλει
να εξελίσσεται και να προσφέρει κάτι νέο, οπότε επί της ουσίας παραμένει πάντα
ως ένα βαθμό ερασιτέχνης. Απλά κάποια στιγμή, όπως έχω ξαναπεί, η συνείδηση
μου, μου υπέδειξε πως αυτό που μπορώ να κάνω καλύτερα είναι να γράφω ιστορίες
τρόμου. Και αυτό έκανα και συνεχίζω να κάνω”
Ανακαλύπτω
ότι τώρα που ξεκινήσαμε, οι ερωτήσεις βγαίνουν αβίαστα. Τι σου δίνει έμπνευση στις ιστορίες φαντασίας και τρόμου; τον
ρωτάω.
“Τα πάντα” απαντάει χωρίς δισταγμό. “Από το τρίξιμο μιας
πόρτας μέχρι και το μαραμένο φύλλο που θα πέσει από ένα δέντρο. Από εκεί και
πέρα είναι θέμα επεξεργασίας και στιγμής”
Μου κάνει εντύπωση το πόσο άνετος είναι, το πόσο εύκολα προσαρμόζεται
στην κάθε ερώτηση, στην κάθε περίπτωση, στον κάθε καλεσμένο της παρουσίασης.
Φοράει ένα καλαίσθητο σκούρο πουκάμισο, γραβάτα με έντονο χρώμα και ένα μάλλον
φαρδύ παντελόνι που δείχνει όμως να του ταιριάζει παρά την ψιλόλιγνη φιγούρα
του. Θαυμάζω το γεγονός ότι είναι χαμογελαστός και ευδιάθετος, ενώ μιλάει με
όλους μετά την παρουσίαση και τους ευχαριστεί που ήρθαν. Ώπα! Μας δίνει και ένα
μήλο! Αντώνη ...εδώ δε θα το ρισκάρω. Ξέρουμε άλλωστε την ιστορία με την
κοκκινοσκουφίτσα στο “Εφιάλτες και παραμύθια” (Eκδ. Anubis, 2015)!
Του ζητάω τώρα να μας πει
λίγα λόγια για αυτό το τελευταίο του βιβλίο και να μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε
την κρυμμένη μαγεία πίσω από το σκοτεινό εξώφυλλο.
Μου
αναλύει:
“Ο ίδιος ο J. R. R. Tolkien αναφέρει πως το
να συνδέσουμε το φανταστικό και κατ’ επέκταση το παραμύθι αποκλειστικά με την
παιδική ηλικία είναι σαν να πιστεύουμε πως τα παιδιά δεν ανήκουν στο ανθρώπινο
είδος, αλλά είναι κάτι ξεχωριστό. Κάποια παιδιά έχουν αγάπη για το φανταστικό,
κάποια όχι. Κάποιοι ενήλικες κουβαλάνε αυτή την αγάπη μαζί τους για πάντα. Και
κάτι ξυπνάει μέσα τους όταν ακούνε το Μια φορά και έναν καιρό… Για αυτούς τους
ενήλικες γράφηκε αυτό το βιβλίο. Είκοσι τρία παραμύθια αποκτούν τη μεσαιωνική
σκοτεινή υπόσταση που έχασαν με τα χρόνια και μετατρέπονται σε αναγνώσματα
ενηλίκων, όπως ήταν κάποτε, και παρουσιάζονται ξανά στο αναγνωστικό κοινό με
μία όμως εντελώς διαφορετική και ανανεωμένη προσέγγιση. Τα παραμύθια ξεκινούν
με το Μια φορά και έναν καιρό, αλλά δεν τελειώνουν απαραίτητα με το Ζήσαν αυτοί
καλά κι εμείς καλύτερα”
Πολύ ενδιαφέρον... Τον ρωτάω μετά ποια βιβλία και ποιοι συγγραφείς τον
έχουν επηρεάσει.
H απάντηση του χτυπάει χαρούμενα μια χορδή μέσα
μου:
“Άπειρα
βιβλία και αμέτρητοι συγγραφείς επηρεάζουν και εν τέλει συντελούν στη
δημιουργία ενός νέου συγγραφέα ο οποίος πριν από όλα πρέπει να διαβάζει.
Προσωπικά οφείλω πολλά στους Thomas Ligotti, Stephen King, Clive Barker, Umberto Eco και τα βιβλία τους αν και στην καρδιά μου έχει
ξεχωριστή θέση ένα ελληνικό βιβλίο, «Η Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη”
Συνεχίζουμε
στην πρώτη αυτή απόπειρα που
κάνω σα “δημοσιογράφος” (και με κάνει να νιώθω σαν μεθυσμένο μωρό που προσπαθεί
να πιλοτάρει ελικόπτερο).
Σκέφτομαι για στιγμή.
Ποιο βιβλίο διαβάζεις τώρα; του λέω -Βιβλία,
λέει ο Τουμανίδης.
“Έχω την ιδιαίτερη συνήθεια να διαβάζω δύο ή
τρία βιβλία ταυτόχρονα! Αυτή την περίοδο διαβάζω λοιπόν «Τα Ευαγγέλια της
Κολάσεως» του Clive Barker και «Το Απαγορευμένο Βιβλίο» των Sospiro και Godwin”
Ήρθε η
ώρα να πάμε τη συνέντευξη σε άλλα μονοπάτια.
Η πρώτη μου επαφή με τον όνομα του ήταν από
ένα άρθρο για το βιβλίο του “Trapped” (εκδ.Post Script, 2010), καθώς ο σκηνοθέτης του “Saw” Darren Lynn Bousman, είχε εκθειάσει τη γραφή
του Τουμανίδη ενώ στο ίδιο άρθρο ανακαλύπταμε πως ο
συγγραφέας έχει παραχωρήσει τα δικαιώματα γραπτών του για κινηματογραφική
μεταφορά. Έκανα μια βόλτα στο internet
-σε sites πέρι φανταστικού- και είδα αρκετά αρνητικά σχόλια για το βιβλίο αυτό
και τη γραφή του. Εκεί κατάλαβα ότι ο συγγραφέας αυτός αξίζει σίγουρα. Η γιαγιά
μου έλεγε ότι πετροβολούν την καρυδιά που έχει πολλά καρύδια και μετά τις
διθυραμβικές κριτικές του Bousman και τα άσχημα σχόλια κάποιων φίλων του
φανταστικού, η περιέργεια μου και το ενδιαφέρον μου να γνωρίσω τον συγγραφέα
αυτόν μεγάλωσε. Οι επόμενες τρεις ερωτήσεις που του επιφύλασσα, είχαν ως
αφετηρία τα παραπάνω.
Βλέπεις τη συγγραφή σαν καριέρα; τον
ιντριγκάρω- Ή όπως είπε και ο Neal Gaiman “Οι συγγραφείς δεν έχουν καριέρες, τουλάχιστον οι περισσότεροι
από εμάς. Απλά γράφουμε το επόμενο βιβλίο”
Ο
Τουμανίδης διευκρινίζει:
“Σαν καριέρα όχι. Σαν δουλειά όμως ναι. Και
είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα. Πρέπει κάποιος να αντιμετωπίζει τη
συγγραφή σαν δουλειά αν θέλει να σέβεται το αναγνωστικό του κοινό αλλά και τον
ίδιο του τον εαυτό. Η καριέρα είναι κάτι που μπορεί να προκύψει αλλά αυτό αφορά
λίγους και είναι εκτός ελληνικής πραγματικότητας”
Ωραία λέω -και επιμένω: Στέλνεις όμως ακόμα τα βιβλία σου σαν σενάρια
για ταινίες και κατά πόσο είναι εύκολο αυτό για έναν συγγραφέα φαντασίας και
τρόμου στην ελληνική πραγματικότητα;
“Ναι”, απαντάει, “Συνεχίζω την ενασχόληση μου με το σενάριο αλλά
απευθυνόμενος πάντα στη διεθνή αγορά. Κινηματογραφικά ο τρόμος και το
φανταστικό στην Ελλάδα είναι ανύπαρκτα και αυτό ως ένα βαθμό οφείλεται στο
γεγονός ότι δεν έχουμε αντίστοιχη φιλμική παράδοση. Στη λογοτεχνία τα πράγματα
είναι κάπως καλύτερα για το φανταστικό τα τελευταία χρόνια. Ο τρόμος από την
άλλη, όπως και οι Έλληνες δημιουργοί του, εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται
περιθωριακά”
Δυστυχώς θα συμπληρώσω αλλά με την ελπίδα το νέο κύμα
συγγραφέων όπως και εκείνος, να το αλλάξουμε αυτό.
Ολοκληρώνω ..την τριλογία της απόκλισης με την εξής ερώτηση:
Αντίθετα από τα διεθνή βραβεία και τον σκηνοθέτη του Hollywood, στην Ελλάδα
μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μια μερίδα αναγνωστών και συγγραφέων -τακτικοί σε
online κριτικές- όπου δεν τυγχάνεις της ίδιας αναγνώρισης -παρόλο που έχεις ήδη
πολλούς φανατικούς Έλληνες αναγνώστες. Που πιστεύεις οφείλεται αυτό;
Μου απαντάει -μαζί με μια αποκάλυψη για όλους τους φανατικούς
του αναγνώστες και αλλά και τους φίλους του φανταστικού:
“Ας είμαστε ειλικρινείς. Δε γίνεται να αρέσουμε και εμείς και τα έργα
μας σε όλους. Κάτι τέτοιο δε θα ήταν απλά παράλογο, θα ήταν ίσως και
επικίνδυνο. Οι ουσιαστικές και καλοπροαίρετες κριτικές εφόσον χρησιμοποιηθούν
σωστά μόνο θετικά μπορούν να προσφέρουν. Από εκεί και πέρα οφείλω να αναγνωρίσω
πως η πλειοψηφία των κριτικών που αναφέρεις σχετίζεται με το προηγούμενο μου
βιβλίο, το οποίο για να είμαι ειλικρινής δε με αντιπροσωπεύει στο εκατό τοις
εκατό αφού δέχθηκε παρεμβάσεις με τις οποίες δε συμφωνούσα. Και είναι καλή
ευκαιρία για να το ανακοινώσω, πως κάποια στιγμή στο μέλλον θα
επανακυκλοφορήσει σε μια «author's complete & uncut version».”
Μου αρέσει η απάντηση
του. Δείχνει άνθρωπο συγκροτημένο και επαγγελματία, συνειδητοποιημένο. Γενικά
στη συνέντευξη αυτή, οι απαντήσεις του μου άφησαν μια αμεσότητα, ωριμότητα και
μια δύναμη αν θέλετε λόγου. Έτσι είπα να δυσκολέψω τα πράγματα και μακριά από την ασφάλεια των συνηθισμένων, να τον ρωτήσω για ένα θέμα ταμπού για πολλούς συγγραφείς και
φίλους του φανταστικού (όπου το
βλέπουν και το προσπερνούν): Tη ζήλια στο χώρο των
συγγραφέων.
Από προσωπική εμπειρία -καθώς βρέθηκα πρόσφατα στο στόχαστρο
συναδέλφου που δεν μπόρεσε να διαχειριστεί αυτά που είχε μέσα της και έβγαλε
καθαρή κακία, ενώ έχω υπάρξει και μάρτυρας αρκετών παρόμοιων περιστατικών- του
λέω:
Νομίζω η ζήλια μεταξύ συγγραφέων δεν είναι ο κανόνας -καθώς έχω γνωρίσει
αληθινά εξαιρετικούς συναδέλφους- αλλά δυστυχώς ούτε και η εξαίρεση. Εσύ πιστεύεις στο καλό των
ανθρώπων, πιστεύεις στην συναδελφικότητα; Ή όπως λέει και ο Tομ Ρόμπινς: "Οι ζωγράφοι είναι πιο έξυπνοι από τους συγγραφείς στο θέμα
του ότι οι συγγραφείς έχουν την τάση να σπαταλούν υπερβολικά πολύ χρόνο
κομπάζοντας ή γκρινιάζοντας για κριτικές και συγγραφικά δικαιώματα, ή
παραπονούμενοι για τους εκδότες τους, ή θάβοντας άλλους συγγραφείς";
Ο Τουμανίδης κάνει ένα σλάλομ που θα
ζήλευε και ο Μέσι -και σκοράρει:
“Οι συγγραφείς...”, λέει, “...δεν είναι
καλύτεροι ούτε χειρότεροι από τους άλλους στο θέμα του επαγγελματικού
ανταγωνισμού-συναγωνισμού. Υπάρχει συναδελφικότητα όπως υπάρχει και άκαρπος,
ανούσιος ανταγωνισμός. Από εκεί και πέρα είναι καθαρά προσωπική υπόθεση το πως
θα λειτουργήσει κάποιος. Είναι βέβαια κρίμα γιατί ζούμε σε μια μικρή χώρα και
θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουμε πως οι όποιοι βεντετισμοί όχι απλά δεν έχουν
θέση αλλά μοιάζουν να είναι και εντελώς παράταιροι. Υπάρχει θέση και
αναγνωστικό κοινό για όλους. Και το αναγνωστικό κοινό σε συνδυασμό με το χρόνο
είναι οι τελικοί και επί της ουσίας οι μοναδικοί κριτές”
Στρέφω
το βλέμμα μπροστά και τον ρωτάω: Ποια είναι τα επόμενα βήματα σου και τι να περιμένουμε από εσένα;
Απαντάει με μια ακόμη αποκλειστικότητα:
“Αυτή την περίοδο ολοκληρώνω το νέο μου
μυθιστόρημα. Είναι το πρώτο βιβλίο μιας επερχόμενης τριλογίας θρησκευτικού
τρόμου με το γενικότερο τίτλο «SECTA». Ταυτόχρονα δουλεύω πάνω σε διάφορες
σεναριακές ιδέες βασισμένες στα σκοτεινά μου παραμύθια και όχι μόνο. Ο
«Πινόκιο» όπως έχω ήδη ανακοινώσει βρίσκεται σε ένα πρώτο στάδιο
κινηματογραφικής μεταφοράς. Ταυτόχρονα τα παραμύθια ετοιμάζονται και για ένα
πολύ μεγάλο «ταξίδι» αφού μεταφράζονται ήδη στην αγγλική γλώσσα. Αλλά θα
ανακοινωθούν περισσότερα πράγματα το επόμενο διάστημα”
Για τους αναγνώστες που
ενδιαφέρονται, ως προς τo που μπορεί κάποιος να βρει τα βιβλία του και πως
μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του, θα μας πει:
“Το «Εφιάλτες & Παραμύθια»
(https://www.facebook.com/NightmaresAndFairytales/) κυκλοφορεί σε όλα τα
ενημερωμένα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Anubis - Raven. Το «Παγιδευμένοι» θα είναι ξανά
σύντομα διαθέσιμο μόνο διαδικτυακά μέσω του www.toymaker.gr. Είναι μεγάλη μου χαρά όταν οι
αναγνώστες επικοινωνούν μαζί μου και μπορούν να το κάνουν είτε μέσω του
επίσημου site
όπου δημοσιεύω δωρεάν προς ανάγνωση νέες ιστορίες είτε μέσω των ιστοσελίδων
κοινωνικής δικτύωσης (https://www.facebook.com/ToymakersDiary & https://twitter.com/ToymakersDiary)”
Μια τελευταία ερώτηση.
Του λέω: Είσαι ο
μοναδικός Έλληνας συγγραφέας που μπήκε στην λίστα για τα διάσημα βραβεία Bram
Stoker, μέσα από τα οποία έχουν βραβευτεί ιερά τέρατα του χώρου όπως ο Stephen King και ο Clive Barker. Eπίσης, ο σκηνοθέτης του “Saw” Darren Lynn Bousman, είχε δηλώσει ότι “Ο Tουμανίδης είναι ένας Ευρωπαίος μαιτρ του τρόμου”. Τι εμπειρία αποκομίζει ένας Έλληνας συγγραφέας φαντασίας και
τρόμου σε τέτοιες στιγμή αναγνώρισης;
“Αυτό που πρέπει να αποκομίζει κανείς...”, λέει και υπογραμμίζει ότι είναι η
προσωπική του άποψη, “...είναι η ευθύνη. Ευθύνη για να βελτιώνεται, ευθύνη
ως προς τους αναγνώστες του, ευθύνη ως προς το ίδιο του το έργο. Τίποτα
παραπάνω, τίποτα λιγότερο”
Η συνέντευξη φτάνει στο τέλος της και το σχεδόν ντροπαλό χαμόγελο ενός
συγγραφέα που μας τρομάζει για τα καλά, πιστοποιεί τον ακέραιο χαρακτήρα του
και έναν άνθρωπο χαμηλών τόνων και σκληρής, υπεύθυνης δουλειάς. Είναι χαρά και
τιμή η γνωριμία με ανθρώπους και δημιουργούς όπως ο Αντώνης Τουμανίδης.
Σφίγγουμε τα χέρια και πριν φύγει μας
προσκαλεί για δείπνο. “Μαγειρεύω εγώ” μας
αποκαλύπτει. Δεχόμαστε την πρόταση με μεγάλα χαμόγελα. Αρκεί να μην έχει το
μενού μηλόπιτα! Ρωτήστε και τη Χιονάτη!
*Oι φωτογραφίες είναι από την παρουσίαση του “Εφιάλτες και παραμύθια”
(Eκδ. Anubis, 2015) στον Ιανό στις 23 Φεβρουαρίου 2015
0 σχόλια:
Post a Comment