H ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ ΤΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΥ ΜΑΣ ΤΖΩΝ ΣΜΙΘ !!!
ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΝΕΡΑ
by George Kost
Μπροστά από το ετοιμόρροπο αρχοντικό υπήρχε μια μεγάλη στέρνα, γεμάτη ρωγμές από το ανελέητο πέρασμα των χρόνων. Δεκάδες φύλλα από τα γύρω δέντρα είχαν πέσει μέσα, κάνοντας το ελάχιστο νερό να φαίνεται θόλο και λασπώδες. Μέσα στη στέρνα πάλευαν να επιζήσουν καμία δεκάρια κυπρίνοι, κολυμπώντας νωχελικά γύρω από το πέτρινο σύμπλεγμα των αγαλμάτων που απεικόνιζε τα Νοσούντα Τέκνα.
Πλησίασα και παρατήρησα τα ψάρια, που το αρρωστημένο κιτρινοπράσινο τους δέρμα τα έκανε να μην ξεχωρίζουν από τα σάπια φύλλα που επέπλεαν στη στέρνα. Ο Nigel, ο υπηρέτης της οικογένειας Solomon, κοντοστάθηκε και με περίμενε ανυπόμονα, αλλά χωρίς να πει λέξη.
Δεν ήθελα να τον κάνω να περιμένει, μιας και ήταν τόσο μεγάλος σε ηλικία που περίμενα από στιγμή σε στιγμή να αποχαιρετήσει το μάταιο τούτο κόσμο. Του έγνεψα και, όταν ξαναπήρε το δρόμο για την είσοδο του αρχοντικού, τον ακολούθησα.
Ο αέρας, που δεν είχε σταματήσει να φυσά από την ώρα που πάτησα το πόδι μου στη μικρή, παραθαλάσσια πόλη του Kälteburg, δυνάμωσε και μια μικρή δίνη από νεκρά φύλλα στροβιλίστηκε στον κήπο απ’ όπου είχαμε μόλις περάσει. Σήκωσα ακόμα πιο ψηλά το γιακά του μπουφάν μου, σε μια μάταιη προσπάθεια να προστατευτώ από τον παγωμένο άνεμο, που μετέφερε όλο το ψύχος της Βόρειας Θάλασσας. Ο Nigel, ατάραχος και προφανώς συνηθισμένος στο πολικό ψύχος, δεν πετάρισε ούτε βλέφαρο, την ίδια στιγμή που εγώ φαντασιωνόμουν ένα ταξιδάκι σε πιο τροπικά κλίματα.
Ο γέρος υπηρέτης έσπρωξε την παμπάλαια, δρύινη πόρτα κι αυτή άνοιξε με ένα δυσοίωνο τρίξιμο, που μου θύμισε τις ταινίες τρόμου που έβλεπα στα νιάτα μου. Αποφάσισα να αγνοήσω τις εικόνες που δημιούργησε το, κουρασμένο από το ταξίδι, μυαλό μου σχετικά με δολοφόνους που κρύβονται στις σκοτεινές γωνίες παλιών σπιτιών και να ακολουθήσω τον Nigel στο εσωτερικό του κτιρίου, που μύριζε υγρασία και μούχλα. Έτσι κι αλλιώς είχα αντιμετωπίσει και χειρότερα, έτσι δεν είναι;
Τα βήματα μας αντήχησαν βαριά στον άδειο χώρο της κεντρικής σάλας – αν έπασχα από πονοκέφαλους, θα έβρισκα τον ήχο αφόρητο. Το αρχοντικό ήταν ακριβώς όπως το περίμενα: επενδυμένο εσωτερικά με ξύλο καρυδιάς, που το έκανε ακόμα πιο καταθλιπτικό απ’ όσο ήταν, διακοσμημένο με έναν τρόπο που απείχε παρασάγγας από την έννοια του λιτού και με τόσο ελλιπή φωτισμό που έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται σε πόσα δευτερόλεπτα θα είχα τρακάρει σε κάποιο έπιπλο ή τοίχο. Στο κέντρο της σάλας υπήρχε – αναπόφευκτα – η σκάλα που οδηγούσε στο πάνω πάτωμα, όπου βρίσκονταν τα υπνοδωμάτια. Ο Nigel άναψε ένα χημικό κερί και πράσινες φλόγες φώτισαν το ρυτιδιασμένο πρόσωπο και τα χέρια του. Τα μάτια του ήταν τόσο βαθουλωμένα, που νόμιζα ότι έβλεπα άδειες κόγχες. Παρόλα αυτά, το πρόσωπο του μου φαινόταν οικείο με έναν τρόπο που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Τα νύχια του ήταν μακριά και κατάμαυρα.
«Ο κύριος Solomon θα βρίσκεται μαζί σας όντος ολίγου», έκρωξε με φωνή που θα μπορούσε να ανήκει σε κάποιον που έχει περάσει καμιά δεκαετία στον πάτο της θάλασσας. Ο ήχος της από μόνος του ήταν αρκετά ανατριχιαστικός ώστε να με εμποδίσει να πω κάτι παραπάνω από μερικά φωνήεντα τοποθετημένα ατάκτως στην απάντηση μου.
«Ααα… εεε… εντάξει».
Υποκλίθηκε και, αφού ακούμπησε το φρικτό κερί σε ένα τραπεζάκι, χάθηκε σε μια σχισμή του τοίχου που κάποιος με ζωηρή φαντασία θα μπορούσε να ονομάσει πόρτα.
Όταν έμεινα μόνος μου στο δωμάτιο αποφάσισα να περιεργαστώ λίγο το χώρο, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν τόσο βαριά, που ένιωθα ότι ήμουν κλεισμένος σε μαυσωλείο. Βολεύτηκα όσο μπορούσα καλύτερα σε μια πολυθρόνα, με το βαλιτσάκι με τα λιγοστά υπάρχοντα μου στην αγκαλιά μου και περίμενα, περιφέροντας απλά το βλέμμα μου στα κάδρα που στόλιζαν τους μαύρους τοίχους.
Σε κάθε ένα από τα δεκατρία κάδρα υπήρχε ένα πορτραίτο κάποιου προγόνου της οικογενείας Solomon, η όποια έχαιρε ιδιαίτερης εκτιμήσεως στην πόλη τουKälteburg. Όλοι τους ήταν βλοσυροί άντρες, που η έκφραση τους απέπνεε δύναμη και αποφασιστικότητα και, τουλάχιστον στους μισούς από αυτούς, μια φευγαλέα ομοιότητα με ψάρια. Φαντάστηκα έναν από τους κυπρίνους της στέρνας ντυμένο με γιλέκο και κοστούμι κι ένιωσα λίγο καλύτερα – μάλιστα μια υποψία χαμόγελου πήγε να δημιουργηθεί στο πρόσωπο μου, αλλά η καταθλιπτικότητα του δωματίου τελικά βγήκε νικήτρια στη μάχη αυτή.
Πλησίασα το παράθυρο και κοίταξα προς τα βόρεια, όπου, μέσα στο απογευματινό ημίφως, το παλιό πυρηνικό εργοστάσιο δέσποζε σαν σκυθρωπός γίγαντας μπροστά από τη θάλασσα. Τα κύματα έσκαγαν με ορμή πάνω του, σαν να προσπαθούσαν να το ξεθεμελιώσουν και να το καταπιούν, αλλά εκείνο έστεκε ακόμα, ερειπωμένο αλλά αγέρωχο, για να θυμίζει σε όλους τον όλεθρο που είχε προξενήσει στο Kälteburg.
***
Άκουσα αργά βήματα από τον πάνω όροφο και στράφηκα να δω. Ο Angus Solomon, νυν πατριάρχης της οικογένειας, στεκόταν στο κεφαλόσκαλο και με περιεργαζόταν. Ήταν παχύς, χωρίς λαιμό και με πολύ μικρά μάτια, ενώ τα μαύρα, λαδωμένα μαλλιά του έμοιαζαν κολλημένα στο κρανίο του, σαν να είχε να λουστεί από τότε που γεννήθηκε. Φορούσε ένα μαύρο κοστούμι κι ένα φρικτό κόκκινο γιλέκο που τα κουμπιά του τσίτωναν από το μέγεθος της κοιλιάς του. Το πρόσωπο του ηταν αρρωστημένα χλωμό. Και πάλι μου ήρθε στο νου ένας κυπρίνος με κοστούμι, αλλά αυτή τη φορά το θέαμα μόνο αστείο δεν ήταν.
Ο Angus άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα με αργά βήματα, σαν να δυσκολευόταν. Παρατήρησα ότι το παντελόνι του ήταν άκομψα φαρδύ, κάνοντας τη σιλουέτα του να μοιάζει τελείως ασύμμετρη.
Αγκομαχώντας, κατάφερε να κατέβει τα είκοσι σκαλιά και στάθηκε μπροστά μου, χαρίζοντας μου ένα πλατύ χαμόγελο όλο δόντια.
«Καλησπέρα σας κύριε Smith!» είπε με φωνή επιτηδευμένα ενθουσιασμένη. «Είναι μεγάλη μου χαρά που θα σας φιλοξενήσω!»
«Η τιμή είναι όλη δική μου», άκουσα τον εαυτό μου να λέει κι έτεινα το χέρι μου για χειραψία, εκβιάζοντας τον εαυτό μου να χαμογελάσει. Ο Solomon το κοίταξε για μια στιγμή κι έπειτα, διστακτικά, μου το έσφιξε. Η παλάμη του ήταν ιδρωμένη και καταπολέμησα με πολύ προσπάθεια το δυσάρεστο συναίσθημα που με τύλιξε.
«Είχατε καλό ταξίδι; Θέλετε να πιείτε κάτι;» ρώτησε, χωρίς να ενδιαφέρεται για την απάντηση. Ήξερα ότι ήθελε να παίξει το ρόλο του κάλου οικοδεσπότη όσο πιο σωστά γινόταν, όπως επίσης ήξερα ότι αδημονούσε να με ενημερώσει για την κατάσταση για την όποια με είχε καλέσει. Απάντησα τυπικά, αρνούμενος οποιοδήποτε κέρασμα και με οδήγησε στο γραφείο του, το οποίο ήταν ακόμα πιο σκοτεινό και καταθλιπτικό από το σαλόνι.
Χωρίς περιστροφές ο Solomon άρχισε να μιλάει κι αυτή τη φορά η επιτήδευση στη φωνή του είχε χαθεί.
***
«Δεν ξέρω πώς να σας το περιγράψω κύριε Smith», ξεκίνησε. «Η οικογένεια μας ανήκει στις πιο εξέχουσες οικογένειες αυτού του τόπου, πάππου προς πάππου. Είμαστε γέννημα-θρέμμα του Kälteburg, από τις πρώτες φαμίλιες που εγκατασταθήκαμε εδώ. Δώσαμε ζωή σε όλη την πόλη και ψωμί σε πολλούς. Όλη η βόρεια επαρχία ανήκε στους προγόνους μου, όπως επίσης κι ένα τμήμα της δύσης.»
Έκανε μια δραματική παύση, ίσως για να μπορέσω να αντιληφθώ και να θαυμάσω το μέγεθος του πλούτου του. Συνέχισα να τον παρατηρώ ανέκφραστος.
«Όπως καταλαβαίνετε, ο τόπος εδώ είναι άγονος και φτωχός. Όλη η πόλη στράφηκε στην υλοτομία και στο ψάρεμα για να καταφέρει να προοδεύσει. Δυστυχώς, πολλοί από τους κατοίκους είναι αγνώμονες και δεν αναγνώρισαν ποτέ τη βοήθεια που τους προσέφερε η οικογένεια μου. Δεν πειράζει όμως», πρόσθεσε μεγαλόψυχα, «εγώ ξέρω τι έχουμε προσφέρει σε τούτο τον τόπο, ακόμα κι αν δεν το βλέπει κάνεις άλλος.»
Στο νου μου ήρθε το κατεστραμμένο εργοστάσιο. Σίγουρα ήξερε τι είχαν προσφέρει στην πόλη και ήμουν βέβαιος ότι κι άλλοι το ήξεραν – και δεν τους συγχωρούσαν.
Μαντεύοντας ότι θα συνέχιζε να πλατειάζει σχετικά με τα κατορθώματα των προγόνων του, ξερόβηξα.
«Κύριε Solomon… ας φτάσουμε στο προκείμενο, σας παρακαλώ.»
Με κοίταξε παραξενεμένος, σαν να μην είχε συνηθίσει να τον διακόπτουν, αλλά πολύ γρήγορα ξαναπήρε την αυτάρεσκη έκφραση του.
«Μα φυσικά, έχετε δίκιο. Είναι λογικό να μη σας ενδιαφέρουν όλα αυτά. Τελοσπάντων, τι γνωρίζετε για το εργοστάσιο της οικογένειας μου;»
Ένωσα τις άκρες των δάχτυλων μου και προσπάθησα να φέρω στο νου μου τις πληροφορίες που είχα διαβάσει ερχόμενος εδώ.
«Μόνο όσα είχαν κοινοποιηθεί στον τύπο της εποχής. Έχουν περάσει περίπου πενήντα χρόνια από την έκρηξη, έτσι δεν είναι;»
«Σαράντα οκτώ, για την ακρίβεια», έγνεψε.
«Σύμφωνα με τις εφημερίδες δεν υπήρξαν θύματα, παρόλο που η έκρηξη έγινε κατά τη διάρκεια εργάσιμης ημέρας και ήταν ασυνήθιστα ισχυρή. Υπήρξαν τέσσερις περιπτώσεις μολυσμένων εργατών, οι όποιοι νοσηλεύτηκαν με δαπάνη της οικογένειας Solomon στο Heimburg», είπα με μια ανάσα, σαν να τα διάβαζα.
«Φυσικά. Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει ο πατέρας μου για αυτούς τους δύστυχους», είπε ο Solomon, προσπαθώντας να πάρει μια αγγελική έκφραση που δε θα έπειθε ούτε τον ίδιο.
«Ναι, βέβαια», συνέχισα. «Τα πραγματικά προβλήματα ξεκίνησαν δυο χρόνια αργότερα. Κι εδώ, οφείλω να ομολογήσω κύριε Solomon, δεν βρήκα και πολλά σε καμία εφημερίδα, όσο και αν έψαξα. Υπήρχε μόνο μια αναφορά σε κάποιο τοπικό περιοδικό σχετικά με τερατογενέσεις. Κι ακόμα κι εκεί δεν υπήρχε κάποια σύνδεση με τα γεγονότα του εργοστάσιου.»
Έγειρα αναπαυτικά στην καρέκλα και τον κοίταξα.
«Αυτά είναι τα επίσημα στοιχεία. Και τώρα, αν θέλετε, πείτε μου τι πραγματικά συνέβη. Εφόσον θέλετε τη βοήθεια μου θα πρέπει να είστε απολύτως ειλικρινής, γιατί κάτι μου λέει ότι το ατύχημα στο εργοστάσιο είναι άμεσα συνδεδεμένο με το πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζετε.»
***
Για λίγα λεπτά ο Solomon απέμεινε να με κοιτάζει, προφανώς ζυγίζοντάς με με τα μάτια του που ήξεραν να υπολογίζουν τα πάντα. Τελικά αποφάσισε ότι μπορούσε να με εμπιστευτεί, βασιζόμενος στη φήμη μου. Άναψε με αργές κινήσεις ένα πούρο και ξεκίνησε την ιστορία του.
«Το εργοστάσιο χτίστηκε από τον παππού μου, τον Helmut Solomon, πριν από εβδομήντα χρόνια. Ήταν μια αναγκαία κίνηση, μιας και η οικονομία της περιοχής δεν πήγαινε καλά. Πολλοί κάτοικοι εναντιωθήκαν, αλλά μιας και είχαμε πάρει την άδεια από τα Κεντρικά στο Heimburg, η κατασκευή του συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε. Φυσικά υπήρχαν καθυστερήσεις στην παράδοση του έργου, διαμαρτυρίες, διαφορές απόπειρες να προξενηθούν ζημιές κλπ. Μάλιστα δημιουργήθηκε και μια ακτιβιστική ομάδα με την ονομασία ‘Φίλοι του δάσους’ η όποια κάθε δυο μέρες επέδιδε τελεσίγραφα στον αρχιμηχανικό. Αστειότητες, όπως καταλαβαίνετε. Ο παππούς μου είχε ένα όραμα, δεν μπορούσε μια ομάδα από πιτσιρίκια να τον σταματήσει. Όπως και να ‘χει, το εργοστάσιο ολοκληρώθηκε και ξεκίνησε τη λειτουργία του. Το ατύχημα που συνέβη μερικά χρόνια μετά, υπό τη διοίκηση του πατέρα μου, του Franz, ήταν ξεκάθαρα δολιοφθορά. Ο υπεύθυνος ήταν ένας υπάλληλος, ο όποιος ήταν πεπεισμένος ότι το εργοστάσιο εξέπεμπε ραδιενέργεια που μόλυνε τον υδροφόρο ορίζοντα και έκανε καχεκτικά τα δέντρα.»
«Πράγμα το οποίο ισχύει», του υπενθύμισα, διακόπτοντάς τον. Με κοίταξε, πραγματικά ενοχλημένος αυτή τη φορά.
«Ισχύει, δεν ισχύει, τι σημασία έχει; Όλα τα προηγούμενα χρόνια το Kälteburg ήταν ένα χωριό ψαράδων και ξυλοκόπων. Ναι, τα ψάρια μειωθήκαν ή κάποια από αυτά είχαν απαίσια γεύση και τα δέντρα ήταν σάπια στο εσωτερικό τους. Αλλά το εργοστάσιο ηλεκτροδοτούσε μια περιοχή τεσσάρων χιλιάδων τετραγωνικών. Γίναμε πλούσιοι – όλοι μας εννοώ – από το εργοστάσιο αυτό. Ποιος είχε ανάγκη να ψαρέψει πια; Ποιος είχε ανάγκη να κόβει δέντρα;»
Ο ιδρώτας έσταζε στο μέτωπο του, καθώς προσπαθούσε να με πείσει για το όφελος που είχαν όλοι από το εργοστάσιο. Δεν τα κατάφερνε. Είχα συναντήσει πολλούς σαν κι αυτόν παλιότερα – καθησύχαζαν τη συνείδηση τους με ψέματα και ωραιοποιώντας καταστάσεις. Ναι, έγιναν πλούσιοι – η οικογένεια Solomon και μερικοί ακόμα που τους στήριζαν. Αλλά οι απλοί κάτοικοι, αυτοί που στηρίζονταν στην αλιεία και την υλοτομία για να θρέψουν την οικογένεια τους; Προτίμησα να μην τον αναστατώσω άλλο και αποφασίσει να σταματήσει την ιστορία του. Του έκανα νεύμα να συνεχίσει.
«Συγγνώμη γι’ αυτό», είπε και ρούφηξε λίγο από το πούρο του.
«Όταν έγινε η έκρηξη, στο εργοστάσιο βρίσκονταν εκατόν εβδομήντα άτομα, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας μου. Έντεκα από αυτούς σκοτώθηκαν αμέσως. Άλλοι εξήντα πέντε νοσηλεύτηκαν στο νοσοκομείο της περιοχής με εγκαύματα. Μονό τρεις επέζησαν στους μήνες που ακολούθησαν. Ο πατέρας μου αναγκάστηκε να χάσει μεγάλο μέρος της περιουσίας μας για να δωροδοκήσει τις οικογένειες των νεκρών και τον Τύπο της περιοχής.»
«Άρα το θέμα θάφτηκε, σωστά;» ρώτησα.
«Φυσικά και θάφτηκε! Με μεγάλο κόστος υπενθυμίζω. Ο πατέρας μου νόμιζε ότι θα μπορούσε σε μερικά χρόνια να ξαναστήσει το εργοστάσιο. Αλλά έκανε λάθος.»
Αυτή τη φορά η θλίψη στη φωνή του ήταν αληθινή. Μπορούσα να μαντέψω τη συνέχεια της ιστορίας.
«Οι κάτοικοι δεν τον άφησαν, σωστά; Ειδικά όταν άρχισαν οι τερατογενέσεις.»
Έγνεψε καταφατικά.
«Τα παιδιά γεννιούνταν χωρίς χέρια, χωρίς πόδια, κάποια με δέρμα να καλύπτει τις αόμματες κόγχες τους. Άλλα γεννήθηκαν χωρίς πνεύμονες, άλλα χωρίς εγκέφαλο, άλλα με βράγχια και νηκτικές μεμβράνες στα δάχτυλα τους. Σε μια περίπτωση, μια γυναίκα γέννησε μια άμορφη μάζα με μάτια. Δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε ζωντανό κανένα από αυτά, όλοι το συμφωνήσαμε. Τα ρίξαμε στη θάλασσα και στην άκρη της πόλης στήσαμε το μνημείο των Νοσούντων Τέκνων, προς τιμήν τους. Αυτό που είδατε στον κήπο μου είναι ένα ακριβές αντίγραφο, εις μνήμην των αθώων ψύχων που χάθηκαν προτού καν ζήσουν.»
Είχε ξαναπάρει τον ψεύτικο τόνο του. Δεν έδινε δεκάρα για τα παιδιά που είχαν γεννηθεί με γενετικές ατέλειες, για τα παιδιά που η απληστία του πατέρά του είχε καταδικάσει σ’ αυτή τη μοίρα. Τον σιχάθηκα.
«Κύριε Solomon, όλα καλά μέχρι εδώ. Δε μπορώ να καταλάβω τι με χρειάζεστε όμως. Όπως ξέρετε ειδικεύομαι στο υπερφυσικό και μέχρι τώρα δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στην ιστορία σας.»
Έτριψε τα δάχτυλα του και με κοίταξε με τα μικρά, μαύρα μάτια του.
«Κύριε Smith, ο πατέρας μου είναι κατάκοιτος τα τελευταία τρία χρόνια. Οι γιατροί πλέον του δίνουν ελάχιστες εβδομάδες ζωής. Και, εδώ και δυο μήνες, είναι πεπεισμένος ότι τα νεκρά παιδιά θα έρθουν για να τον πάρουν μαζί τους.»
***
Δεν ήξερα τι να πω. Ο Solomon δε φαινόταν άνθρωπος που θα πίστευε τέτοιες ιστορίες. Για να με είχε καλέσει όμως, κάποιο λόγο θα είχε.
«Κύριε Solomon, γιατί με καλέσατε;» ξαναρώτησα, ελπίζοντας σε μια ντόμπρα απάντηση.
«Είναι απλό κύριε Smith. O πατέρας μου είναι φανερό ότι τα έχει χάσει. Αρνείται πεισματικά να υπογράψει τη διαθήκη του γιατί φοβάται ότι θα μου κληροδοτήσει το ‘αμάρτημα’ του. Σας κάλεσα για να εκτελέσετε μια τελετή, να πείτε κάποια προσευχή, ώστε να πειστεί ότι είναι ελεύθερος από οποιαδήποτε κατάρα. Θα πληρωθείτε αδρά φυσικά», πρόσθεσε.
«Μου ζητάτε να προσποιηθώ ότι βοηθώ έναν κατάκοιτο ηλικιωμένο, ώστε να καρπωθείτε την περιουσία του;» ρώτησα αυστηρά. «Δυστυχώς, κύριε Solomon, η αρχική εντύπωση που σχημάτισα για εσάς ήταν σωστή. Είστε άνθρωπος χωρίς ηθικές αναστολές. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε.»
Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Ο Solomon ξερόβηξε.
«Κύριε Smith, δεν πιστεύω σε ότι δεν βλέπουν τα μάτια μου. Αν θέλετε την άποψη μου, ο πατέρας μου έχει τρελαθεί. Αυτό δε σημαίνει ότι δε θεωρεί αλήθεια τα όσα έχει στο μυαλό του.»
Στράφηκα προς το μέρος του. Είχε σηκωθεί από την καρέκλα του, αλλά τώρα η στάση του ήταν τελείως διαφορετική, πιο ταπεινή.
«Θα βοηθήσετε έναν γέρο να γαληνέψει και να αντιμετωπίσει το θάνατο του με αξιοπρέπεια κι όχι με φόβο. Δε θα έπρεπε να σας απασχολούν οι σκοποί μου. Η κάρτα σας έγραφε ‘Αναπαυτής’. Αυτό δεν επαγγέλεστε;»
Ανάθεμά με, είχε δίκιο. Δε θα έπρεπε να αρνηθώ τη βοήθεια μου σε κάποιον, ακόμα κι αν αυτός ήταν υπεύθυνος για το θάνατο τόσων ανθρώπων. Και ναι, οι απώτεροι σκοποί του γιου του δε θα έπρεπε να με νοιάζουν.
Αναστέναξα.
«Θα δω τι μπορώ να κάνω», είπα. «Ποτέ θα μπορούσα να δω τον πατέρα σας;»
***
Ο Franz Solomon ήταν ένα ανθρώπινο απολειφάδι. Φαινόταν τόσο εύθραυστος που ακόμα κι ένα φύσημα του άνεμου θα μπορούσε να τον αποτελειώσει. Το πρόσωπο του ήταν τόσο αποστεωμένο που η μύτη του είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Τα μάτια του είχαν διογκωθεί καθώς το δέρμα είχε συρρικνωθεί και μόνο η λάμψη τους έδειχνε ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ακόμα ζωντανός. Δεν είχε σχεδόν καθόλου μαλλιά, εκτός από μερικές τούφες που εξείχαν στα πλάγια του κεφαλιού του και τα χείλη του ήταν πρησμένα και δυσκολευόταν να τα κινήσει. Το υπόλοιπο σώμα του βρισκόταν σκεπασμένο από τόνους κουβερτών.
Έκατσα στην καρέκλα δίπλα του καθώς ο Angus χαιρετούσε με προσποιητό σεβασμό τον πατέρα του κι έφευγε από το δωμάτιο, μετά από δική μου συμβουλή. Ο γέρος έπρεπε να μου πει τα πάντα και αν ο γιος του βρισκόταν μαζί μας δε νομίζω ότι θα το έκανε. Καθώς βολευόμουν στην καρέκλα, παρατήρησα ότι ο Solomon ο πρεσβύτερος είχε καρφωμένο το βλέμμα του πάνω μου.
«Καλησπέρα κύριε Solomon», είπα αργά και καθαρά. Ο γέρος δε μίλησε, παρά απέμεινε να με κοιτάζει.
«Ονομάζομαι John Smith. Με κάλεσε ο γιος σας για να… σας βοηθήσω, αν μπορώ», συνέχισα, δίνοντας έμφαση στο θέμα της βοήθειας.
Ο Franz μίλησε πολύ αργά, με φωνή γεμάτη φλέματα που με αηδίασε.
«Και τι επαγγέλεστε, κύριε Smith;»
«Είμαι Αναπαυτής κύριε. Προσφέρω βοήθεια σε άτομα που αντιμετωπίζουν προβλήματα… μεταφυσικής φύσεως.»
Ο γέρος έκανε μια γκριμάτσα που θα μπορούσε να ήταν χαμόγελο.
«Αναπαυτής… πρώτη φορά ακούω τη λέξη. Η νεολαία σήμερα χρησιμοποιεί τη δική της γλώσσα», μονολόγησε ενώ αναρωτιόμουν αν καταλάβαινε ότι απείχα πολλά χρόνια από τότε που κάποιος θα μπορούσε να με κατατάξει στη ‘νεολαία’, με την ευρύτερη έννοια του όρου.
Με ξανακοίταξε με τα κατάμαυρα μάτια του.
«Τελοσπάντων, σας κάλεσε ο υιός μου, έτσι δεν είναι;» ρώτησε και συνέχισε προτού προλάβω να απαντήσω: «Φυσικά και σας κάλεσε. Και μάλιστα υποθέτω ότι είστε ο καλύτερος – ή ο μοναδικός – στον τομέα αυτό.»
Έγνεψα καταφατικά. Δεν ήταν ώρα για μετριοπάθειες.
«Ο υιός μου αγχώνεται πολύ στην ιδέα του ότι μπορεί να μην τον έχω συμπεριλάβει στη διαθήκη μου. Δε μπορεί να καταλάβει ότι όλα γίνονται για την προστασία του.»
«Αφορά την έμμονη σας με τα νεκρά παιδιά, την όποια μου ανέφερε;» άδραξα την ευκαιρία και ρώτησα. Αυτή τη φορά η γκριμάτσα του ήταν όντως χαμόγελο.
«Τα νεκρά παιδιά!» κακάρισε. «Μπορεί ο Angus να είναι επιχειρηματίας πρώτης τάξεως, αλλά από μεταφυσική έχει μαύρα μεσάνυχτα.»
Με κοίταξε συνοφρυωμένος, κάτι που έκανε ακόμα πιο τρομακτική την όψη του.
«Αυτή ήταν μια δικαιολογία που του είπα μια μέρα που με είχε στριμώξει. Φυσικά και δεν πιστεύω σε παιδιά που θα επιστρέψουν από τον τάφο τους για να με πάρουν μαζί τους. Η αλήθεια αγαπητέ κύριε Smith είναι πάντα πιο απλή.»
Δεν απάντησα. Το καλύτερο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να αφήνεις τον άλλο να ακολουθεί τον ειρμό των σκέψεων του, χωρίς να τον διακόπτεις.
«Πρόκειται για ένα συμβόλαιο αίματος.»
***
«Την εποχή που ο πατέρας μου έχτισε το εργοστάσιο η οικογένεια μας ήταν σε δεινή οικονομική θέση. Ένα τέτοιο έργο απαιτεί κεφάλαιο, γνωριμίες και πάνω απ’ όλα πολλή τύχη κι εκείνος δεν είχε τίποτα απ’ όλα αυτά. Έτσι αποφάσισε να ακολουθήσει τη συμβουλή κάποιου φίλου του που κατείχε τη γνώση διαφόρων αποκρυφιστικών τελετών. Βρισκόταν σε επικοινωνία με την ‘άλλη πλευρά’, καταλαβαίνετε. Κι έτσι κι έγινε. Ο πατέρας μου ζήτησε τη βοήθεια κάποιου ‘Εξώτερου’ με αντάλλαγμα την ψυχή του.»
Σταμάτησε και με κοίταξε καχύποπτα.
«Δεν πιστεύετε λέξη απ’ όσα σας λέω, έτσι δεν είναι;» ρώτησε.
«Κύριε Solomon, αν με ρωτούσατε έντεκα χρόνια νωρίτερα, δε θα έμπαινα καν στον κόπο να σας απαντήσω. Πλέον πιστεύω στα πάντα. Έχω έρθει σε επαφή με την ‘άλλη πλευρά’ που λέτε, κάμποσες φορές. Παρακαλώ συνεχίστε και μην έχετε την παραμικρή αμφιβολία ότι όσα λέτε τα καταγράφω στο μυαλό μου.»
Φάνηκε να ηρεμεί με την απάντηση μου και συνέχισε.
«Όλα πήγαν κατ’ ευχήν – ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε ο πατέρας μου. Λίγο πριν φύγει άφησε όλα τα υπάρχοντα του σ’ έμενα, το μοναδικό υιό του. Και όταν λέω όλα, εννοώ τα πάντα – ακόμα και τη δέσμευση στον Εξώτερο. Πλέον ήμουν δεμένος με το δαιμονικό συμβόλαιο που είχε κάνει πλούσιο τον πατερά μου.
Αποφάσισα να μη δεχτώ κανέναν από τους όρους του δαίμονα. Κι όπως ήταν φυσικό, εκείνος με τιμώρησε: η έκρηξη στο εργοστάσιο, η κατακραυγή της κοινωνίας προς το πρόσωπο μου, η απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της περιουσίας μου… παρόλα αυτά και πάλι δεν υπέκυψα. Και μετά, όταν είδε ότι δε λύγισα, αποφάσισε να τιμωρήσει ολόκληρο το Kälteburg, μέσω των νεογέννητων.»
Κοίταξε προς το ταβάνι, σαν να έβλεπε εικόνες που αφηγούνταν την ιστορία της ζωής του.
«Ο υιός μου γεννήθηκε με μια γενετική ανωμαλία, την όποια κρατήσαμε κρυφή. Έχει βράγχια. Συγκριτικά με άλλες περιπτώσεις τη γλίτωσε πολύ φθηνά. Κανένα παιδί δεν έμεινε ανέγγιχτο από την τιμωρία του Εξώτερου.»
Έμεινε για αρκετή ώρα αμίλητος, προφανώς αναλογιζόμενος τα περασμένα.
«Και τώρα;» ρώτησα. «Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου;»
Με κοίταξε δακρυσμένος.
«Η θάλασσα με καλεί», είπε αινιγματικά. «Πρέπει να επιστρέψω στα σκοτεινά νερά της.»
Ανταπέδωσα το βλέμμα του προβληματισμένος.
«Τι εννοείτε;»
Έστρεψε το βλέμμα του στα σκεπάσματα του.
«Όταν είπα ότι ο πατέρας μου έφυγε, κύριε Smith, δεν εννοούσα ότι πέθανε. Εννοούσα ότι όντως έφυγε. Εδώ και δυο γενεές, οι Solomon δεν πεθαίνουν, παρά μόνο ακολουθούν τον Εξώτερο στο υγρό βασίλειο του, όπου και τον υπηρετούν αιώνια. Και αυτή θα είναι η μοίρα της καταραμένης οικογένειας μου, αν υπογράψω τη διαθήκη μου.»
Με αργές κινήσεις έβγαλε τις κουβέρτες από πάνω του. Πετάχτηκα απότομα από την καρέκλα μου βλέποντας το θέαμα του κορμιού του.
Δεν είχε πόδια – στη θέση τους τέσσερα χοντρά, γλοιώδη πλοκάμια σκιρτούσαν. Τα χέρια του είχαν μετατραπεί σε ογκώδη πτερύγια. Ξαφνικά η ιδέα των κουστουμαρισμένων κυπρίνων μου φαινόταν φρικιαστική.
«Η κατάρα μας», ψιθύρισε ο ψαράνθρωπος.
Βγήκα τρέχοντας από το δωμάτιο του και ακούμπησα σε έναν τοίχο για να συνέλθω.
***
Τα αργά βήματα του Nigel με επανέφεραν στην πραγματικότητα. Τον είδα να με πλησιάζει στον μισοφωτισμένο διάδρομο που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια χαμογελώντας.
«Κύριε Smith, συναντιόμαστε ξανά», είπε και η ειρωνεία στη φωνή του δε μου διέφυγε.
«Ναι», απάντησα «κι έχουν περάσει μόνο δυο ώρες από την τελευταία μας φορά.»
Κούνησε επιτιμητικά το κεφάλι του, σαν να ήξερε κάτι που έμενα μου διέφευγε. Έδειξε προς το υπνοδωμάτιο του γέρου.
«Θα μπορούσε να έχει μία, ακόμα και δύο εβδομάδες μπροστά του, αν δεν είχατε εμφανιστεί. Μιας και έχετε την τάση όμως να φυτρώνετε εκεί που δε σας σπέρνουν, βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να επιταχύνω τις διαδικασίες», είπε και με γρονθοκόπησε με ασυνήθιστη δύναμη.
Έπεσα στα γόνατα με τη μύτη μου να αιμορραγεί και το κεφάλι μου να βουίζει. Άκουσα το θρόισμα φύλλων, καθώς ο Nigel, αυτός ο ηλικιωμένος υπηρέτης που δεν του έδινα πολλές πιθανότητες να βγάλει τη νύχτα, άνοιγε ένα χειρόγραφο τόσο παλιό, που οι σελίδες του έμοιαζαν έτοιμες να θρυμματιστούν.
«Μείνετε εδώ», με συμβούλεψε και γέλασε στριγκά. Σαν να μην μπορούσα να παραβώ τις εντολές του, έπεσα στο πάτωμα με το στομάχι μου ανακατεμένο.
Τον είδα να πλησιάζει το κρεβάτι όπου ο Franz κειτόταν, μια κτηνώδης παρωδία της φύσης. Του έτεινε το χειρόγραφο και μια πένα και όταν ο γέρος αρνήθηκε ο Nigel τον χαράκωσε στο μέτωπο με ένα από τα γαμψά του νύχια.
«Nigel», τον άκουσα να κλαψουρίζει, «γιατί; Είσαι τόσα χρόνια στη δούλεψη μου…»
«Βρίσκομαι εδώ μόνο και μόνο για να σιγουρευτώ ότι θα κάνεις ότι πρέπει», απάντησε ο γερο-υπηρέτης. «Οι υπηρεσίες μου δεν ήταν δωρεάν, όπως είχα πει και στον πατέρα σου.»
Άκουσα τον Franz να ασθμαίνει καθώς συνειδητοποιούσε ότι ο πιστός του Nigel δεν ήταν άλλος από τον Εξώτερο. Ένιωσα αναγούλα καθώς είδα τα πλοκάμια που αποτελούσαν το κάτω μέρος του κορμιού του να αναδιπλώνονται και να τεντώνονται νευρικά.
Προσπάθησα να ανασηκωθώ και να τραβήξω το περίστροφο μου, αλλά ο υπηρέτης με κατάλαβε και έστρεψε το βλέμμα του προς έμενα.
Και τότε, βλέποντας τα μάτια του, κατάλαβα γιατί το πρόσωπο του μου είχε φάνει τόσο οικείο.
***
«ABRAHAM!» ούρλιαξα με όλη μου τη δύναμη. «Μπάσταρδε, δε σε ξέχασα!»
Χαμογέλασε και είδα ότι το στόμα του ήταν γεμάτο μυτερά, σαπισμένα δόντια.
«Όχι, John. Δε με ξέχασες. Δε μπορείς να με ξεχάσεις. Ούτε και τα παιδιά που έχασες μέσα από τα χέρια σου στο Devil’s Creek.»
Σήκωσε το κεφάλι του προς το ταβάνι και γέλασε δαιμονισμένα, σαν λύκος που ουρλιάζει στο φεγγάρι. Δάγκωσε τα σκασμένα χείλη του με τόση μανία που τα ξέσκισε. Τέντωσε τα χέρια του προς τα πίσω και άκουσα τα κόκκαλα της πλάτης του να σπάνε και τη ραχοκοκαλιά του να εξογκώνεται.
Με τα νύχια του έσκισε το ανθρώπινο πρόσωπο του και το δέρμα του γλίστρησε κι έπεσε στο δρύινο πάτωμα, σαν φίδι που αλλάζει το πουκάμισο του. Το πλάσμα που αναδύθηκε μέσα από το σάρκινο δοχείο ήταν ένα συνονθύλευμα από κόκκαλα, δόντια και νύχια. Αντί για δέρμα, τα εσωτερικά του όργανα καλύπτονταν από ένα οστέινο περίβλημα. Τα μάτια του ήταν κατάμαυρα, μια άβυσσος που ένιωθα να με τυλίγει με το σκοτάδι της.
Άκουσα βήματα στο διάδρομο και είδα τον Angus να έρχεται προς το μέρος μας, παραπαίοντας.
«Τι έγινε;» ρώτησε βλέποντας με πεσμένο στο διάδρομο έξω από το δωμάτιο του πατέρα του. Έπειτα κοίταξε μέσα, την ίδια στιγμή που ο Εξώτερος ορμούσε προς το μέρος μου. Δεν πρόλαβε καν να ουρλιάξει από τον τρόμο του.
Έσπρωξε τον Angus χωρίς να καταβάλει καμία ιδιαίτερη προσπάθεια κι εκείνος έσκασε με δύναμη πάνω στον τοίχο. Πρόλαβα τελευταία στιγμή να μπουσουλήσω προς τη μεριά της σκάλας, καθώς ο Abraham έπεφτε στο σημείο όπου βρισκόμουν και έχωνε τα νύχια του στο πάτωμα. Κατάφερα να σηκωθώ κι άρχισα να τρέχω μακριά του, ενώ ταυτόχρονα άρπαζα το όπλο μου.
Άκουσα τον Abraham να χτυπάει τους τοίχους με μανία καθώς εξαπέλυε την οργή του και άρχιζε να με καταδιώκει. Στράφηκα και τον πυροβόλησα στο πρόσωπο, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να τον γρατζουνίσω. Ξαναγέλασε και το γέλιο του μου ξέσκισε τα σωθικά. Δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο, ούτε καν κάτι το δαιμονικό – ήταν ένας ήχος πέρα από το χώρο και το χρόνο, από μια εποχή που το ανθρώπινο είδος δεν υπήρχε ούτε καν σαν σκέψη στο άπειρο μυαλό του Θεού, από την πιο απόμακρη γωνία του σύμπαντος, από την διάσταση της τρέλας και του χάους.
Με πρόλαβε λίγο πριν φτάσω στη σκάλα κι έχωσε τα νύχια του στα πλευρά μου. Ο οξύς πόνος μου έκοψε την ανάσα κι ένιωσα το αίμα να κυλά ζεστό στους μηρούς μου και να πέφτει πάνω του. Έπειτα με πέταξε προς τα πίσω, μπροστά στο δωμάτιο του Franz.
Ξαφνικά ένιωσα το κεφάλι μου να γεμίζει με σκέψεις που δεν ήταν δικές μου και ο αέρας στο σκοτεινό σπίτι έγινε πιο πνιγηρός. Ανασηκώθηκα με περισσότερη ευκολία απ’ ότι περίμενα και στάθηκα απέναντι στον Εξώτερο, ο όποιος αυτή τη φορά δεν επιτέθηκε. Αντιθέτως, έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και με κοίταξε με αμφιβολία. Μέσα στο δωμάτιο ο γέρος είχε πέσει από το κρεβάτι και είχε συρθεί σε μια γωνία, προσευχόμενος σε έναν θεό που αμφιβάλλω αν τον άκουγε.
Ξάφνου ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Ήξερα γιατί ο Εξώτερος δεν είχε επιτεθεί ξανά.
Είχε δοκιμάσει το αίμα μου. Πλέον ήξερε ότι είχα το Σκότος μέσα μου και αυτός το είχε ξυπνήσει.
«Δεν θα τον έχεις», είπα με φωνή που δεν αναγνώρισα.
Σημάδεψα τον Franz και τον πυροβόλησα στο μέτωπο. Το τελευταίο που είδα στο βλέμμα του ήταν ανακούφιση – πλέον δεν ήταν αναγκασμένος να τηρήσει το συμβόλαιο που είχε υπογράψει ο πατέρας του.
Ο Abraham ούρλιαξε από το θυμό του και πήδηξε από την σκάλα στον κάτω όροφο. Δεν τον ακολούθησα. Δεν είχε νόημα άλλωστε. Θα κρυβόταν στο υγρό του λημέρι, κάπου στις παγωμένες θάλασσες του κόσμου μας, αλλά αυτή τη φορά ήξερα ότι θα ξανασυναντιόμασταν. Μπορεί την επομένη μέρα, μπορεί σε ένα μηνά, μπορεί σε δέκα χρόνια… σίγουρα οι δρόμοι μας θα διασταυρώνονταν πάλι.
Το μυαλό μου καθάρισε ξανά το ίδιο γρήγορα όπως είχε σκοτεινιάσει και έκατσα με την πλάτη στον τοίχο, παίρνοντας βαθιές ανάσες. Μπορούσα να ακούσω τη ρυθμική ανάσα του Angus, σημάδι ότι απλά είχε πέσει λιπόθυμος από το χτύπημα του Εξώτερου.
Στάθηκα για άλλη μια φορά μπροστά από την στέρνα παρατηρώντας το μνημείο των Νοσούντων Τέκνων. Στην μνήμη μου επανήλθαν όλα τα γεγονότα του Devil’s Creek.
Ένα πουλί έκρωζε από κάπου μακριά. Έκανε κρύο, αλλά πλέον δεν το ένιωθα. Κάπου εκεί έξω κρυβόταν ο Abraham. Είχε γλιτώσει δυο φορές, αλλά δεν θα υπήρχε τρίτη.
Στάθηκα στο κέντρο του κήπου, με τα φύλλα από τα δέντρα να στροβιλίζονται γύρω μου από τον άνεμο και φώναξα:
«Έρχομαι.»
0 σχόλια:
Post a Comment