Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΚΙ Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ
by George Kost
Κάποτε, μια πριγκίπισσα με μαλλιά κόκκινα σαν τη φωτιά και μάτια γαλάζια σαν τον πάγο χάθηκε στο Δάσος των Σκιών…
Περιπλανήθηκε για πολλές μέρες και νύχτες, προσπαθώντας να βρει το δρόμο της για να επιστρέψει στο βασίλειο της, αλλά κάθε δρόμος που έπαιρνε, κάθε μονοπάτι που επέλεγε, κάθε βήμα που έκανε απλά την έφερναν πιο μακριά από το σπίτι.
Τα άγρια βάτα της έκοψαν τα πόδια, τα μικρά σκαθάρια της τσίμπησαν τα πόδια και τα χέρια και κίτρινα, φλογερά μάτια την παρακολουθούσαν από το σκοτάδι. Κάθε βράδυ που ο ήλιος έπεφτε για ύπνο και η ασημένια αδελφή του, η σελήνη, έπαιρνε τη θέση του στο έναστρο στερέωμα, η πριγκίπισσα με τα μαλλιά σαν φωτιά και τα μάτια σαν πάγο ξάπλωνε αποκαμωμένη και δακρυσμένη κάτω από κάποιο δέντρο, αλλά ποτέ δεν κατάφερνε να ξεκλέψει παραπάνω από δέκα λεπτά ξεκούρασης, γιατί πάντα ένιωθε ότι δεν ήταν μόνη της.
Τα δέντρα ψιθύριζαν στο πέρασμα της, τα πουλιά τραγουδούσαν το όνομα της στις μελαγχολικές νότες τους, ο άνεμος μουρμούριζε την ιστορία της στα σύννεφα που κοντοστέκονταν πάνω από το Δάσος των Σκιών και την παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον.
«…είναι η πριγκίπισσα…»
«…έφυγε από το Βασίλειο του Χειμώνα…»
«…την έδιωξαν στο Σκοτεινό Δάσος…»
…και η μικρή πριγκίπισσα τα άκουγε όλα αυτά και ήθελε να τρέξει μακριά και να φύγει από αυτό το καταραμένο δάσος, αλλά τα πόδια της πονούσαν πολύ πια. Δεν την είχαν διώξει, είχε χαθεί και το μόνο που ήθελε ήταν να επιστρέψει στο σπίτι της, αλλά όλη η πλάση ήταν εναντίον της – κανένα πλάσμα του δάσους, ζωντανό ή άψυχο, δεν συμπαθούσε τους κατοίκους του Βασιλείου του Χειμώνα. Μια σαύρα ανέβηκε στο πόδι της, το άγγιξε με τη διχαλωτή γλώσσα της δημιουργώντας ένα σημάδι σαν από κάψιμο και χώθηκε πάλι τρέχοντας κάτω από μια πέτρα.
Η μικρή πριγκίπισσα, δακρυσμένη και πονεμένη, έκατσε σε έναν βράχο να ξεκουραστεί. Έγειρε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια και τα μαλλιά της χύθηκαν σαν πύρινος ποταμός μπροστά της. την πήρε ο ύπνος αμέσως, αλλά ξύπνησε όταν άκουσε έναν πνιχτό ήχο σαν κάποιος να προσπαθούσε να κρατήσει την αναπνοή του. Πετάχτηκε αλαφιασμένη και κοίταξε τριγύρω της. Και τότε είδε ότι ο βράχος που είχε κάτσει να ξαποστάσει, κινήθηκε.
Δεν ήταν βράχος – ήταν το χέρι ενός γίγαντα που τώρα την κοιτούσε με απορία και περιέργεια.
Η μικρή πριγκίπισσα φώναξε τρομαγμένη και άρχισε να τρέχει μακριά από το φρικτό τέρας, ρίχνοντας συνεχώς κλεφτές ματιές πίσω από την πλάτη της για να δει αν θα την ακολουθούσε. Είχε ακούσει ότι οι γίγαντες του Δάσους θεωρούσαν τους ανθρώπους πολύ νόστιμους και πολλοί ταξιδιώτες είχαν εξαφανιστεί.
Ο γίγαντας είδε τη μικροσκοπική κοπέλα να φωνάζει και να απομακρύνεται από αυτόν. Αναστέναξε βαθιά και σήκωσε άνεμο που λύγισε τις πρώτες δυο σειρές από έλατα που βρίσκονταν δίπλα του. Έπειτα στράφηκε και άρχισε με μεγάλες δρασκελιές να απομακρύνεται από το σημείο που βρισκόταν. Ελάφια, λαγοί και νεράιδες έτρεχαν πανικόβλητοι να βγουν από το δρόμο του, γιατί όταν ο γίγαντας περπατούσε δεν πρόσεχε τι συνέβαινε γύρω του και είχε τσαλαπατήσει πολλά πλάσματα του δάσους όλα αυτά τα χρόνια.
Με κάθε του βήμα όλο το δάσος τρανταζόταν. Όταν έφτασε στα ριζά του βουνού όπου κοιμόταν συνήθως τα βράδια, έκατσε με έναν δυνατό θόρυβο που ακούστηκε μέχρι το Βασίλειο του Χειμώνα κι έκανε τους κατοίκους του να κοιτάξουν φοβισμένοι προς τα ανατολικά, προς το Βουνό του Κόρακα.
Ο γίγαντας ακούμπησε το κεφάλι στις παλάμες του κι έκλεισε τα μάτια, απογοητευμένος. Δεν ήθελε να τον φοβούνται και να τον αποφεύγουν, αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε να πείσει κανέναν για τις καλές του προθέσεις. Μια μέρα πριν είχε πατήσει πάνω σε ένα κάρο που το οδηγούσε ένας πραματευτής και η γυναίκα του, μόνο και μόνο επειδή είχε μόλις ξυπνήσει και καθώς τεντωνόταν δε σκέφτηκε ότι μπορεί κάποιος να βρισκόταν εκεί κοντά.
Σήμερα είχε αποφασίσει να πάει μια βόλτα προσέχοντας που πατάει και όταν έκατσε κάπου να ξεκουραστεί, τσουπ, ήρθε και κοιμήθηκε στο χέρι του ένα κορίτσι. Δεν ήθελε να την ξυπνήσει και γι αυτό προσπάθησε να κρατήσει την ανάσα του, αλλά τελικά ήταν πολύ πιο θορυβώδης απ’ ότι νόμιζε. Και τι έκανε το κορίτσι όταν τον είδε; Ότι έκανε κι οποιοσδήποτε άλλος: το έβαλε στα πόδια ουρλιάζοντας.
Απέμεινε μόνος του να παρακολουθεί τον ήλιο που έδυε αργά-αργά βάφοντας τον ουρανό με δεκάδες χρώματα.
***
Η πριγκίπισσα με τα μαλλιά σαν φωτιά και τα μάτια σαν πάγο έτρεξε έως ότου ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Κάθε τόσο άκουγε τη γη να τραντάζεται και ήταν σίγουρη ότι ο γίγαντας την κυνηγούσε, αλλά όταν έστρεψε ξανά το κεφάλι της είδε ότι ήταν μόνη της. Όλα τα πλάσματα του δάσους είχαν κρυφτεί στις φωλιές και στις μικρές πόλεις τους κι όλο το Δάσος ήταν σιωπηλό, έκτος από τον θόρυβο των βημάτων του γίγαντα.
Μπόρεσε να τον δει από μακριά καθώς καθόταν άχαρα κοντά στο Βουνό του Κόρακα κι έκρυβε το πρόσωπο του στις παλάμες του. Προσπαθώντας να κάνει την καρδιά της να ηρεμήσει από το φόβο έκατσε κάτω και παρακολούθησε από ασφαλή απόσταση τον γίγαντα να σηκώνει το κεφάλι και να χαζεύει το ηλιοβασίλεμα. Δεν έμοιαζε τόσο τρομακτικός από μακριά.
Καθώς η νύχτα σκέπαζε με τον μαύρο μανδύα της το Δάσος των Σκιών και ήταν όλα τόσο ήσυχα που μπορούσες να ακούσεις το τραγούδι των αστεριών, η μικρή πριγκίπισσα αποφάσισε να πλησιάσει λίγο ακόμα τον γίγαντα, απλά για να τον περιεργαστεί με την ησυχία της την ώρα που αυτός θα κοιμόταν.
Όμως, παρόλο που βάδιζε αθόρυβα σαν ξωτικό, ο γίγαντας την άκουσε. Κατάλαβε αμέσως ποια ήταν, γιατί τα βήματα της ήταν διαφορετικά από των υπολοίπων πλασμάτων. Η καρδιά του βούλιαξε στο στήθος του – πολλές φορές είχαν έρθει πολεμιστές από τα Βόρεια Βασίλεια, ιππότες με λαμπερές στολές από τις Ψηλές Πόλεις της Δύσης, μάγοι από τις χώρες της Ανατολής, μισθοφόροι από τα νησιά του Νότου, όλοι για να τον πολεμήσουν και να αποδείξουν την ανδρεία τους. Και κάθε φορά ο γίγαντας αναγκαζόταν να αντισταθεί, και κάθε φορά αναγκαζόταν να τους συντρίψει και κάθε φορά κρυβόταν όλο και πιο βαθιά στη σπηλιά του κλαίγοντας και προσπαθώντας να γιατρέψει τις αμυχές που του προξενούσαν όλα αυτά τα θαυμαστά όπλα που κουβαλούσαν οι εχθροί του.
Τώρα άκουγε βήματα που ήταν πιο ελαφρά από αυτά που είχε συνηθίσει, αλλά ήξερε ότι η κοπέλα ανήκε στο Βασίλειο του Χειμώνα και μάλλον ήταν μια ακόμα πολεμίστρια, μια μάγισσα, μια αμαζόνα ίσως, που είχε βάλει κάποιο στοίχημα κι έπρεπε να το κερδίσει. Ήταν πολύ κουρασμένος από όλα αυτά, δεν ήθελε κι έτσι περίμενε μέχρι να τη νιώσει κοντά του προτού της μιλήσει. Θα την προειδοποιούσε και προσευχόταν στους αδίστακτους, σκληρούς θεούς να τον ακούσουν αυτή τη φορά και να τη λογικέψουν.
***
Η πριγκίπισσα με τα μαλλιά της φωτιάς και τα μάτια του πάγου πλησίασε το τεράστιο πλάσμα, αυτή την φρικτή παρωδία της φύσης και κοντοστάθηκε, χωρίς κι η ίδια να ξέρει γιατί τα βήματα της την είχαν φέρει εκεί. Στεκόταν μπροστά της, με γυρισμένη την πλάτη του, ένα βουνό στους πρόποδες ενός βουνού. Μπορούσε να δει χαρακιές και πληγές στα πόδια και στην πλάτη του και μπορούσε να ακούσει τη βροντερή ανάσα του. Άπλωσε το χέρι της με σκοπό να ακουμπήσει το σκληρό δέρμα του γίγαντα, αλλά πετάχτηκε όταν της μίλησε με τη βροντερή φωνή του:
«Ξέρω γιατί ήρθες. Φύγε όσο προλαβαίνεις».
Η καρδιά της κόντεψε να σπάσει από τον τρόμο, αλλά αποφάσισε να μην τρέξει μακριά του.
«Δεν ξέρεις».
Υπερβαίνοντας τα όρια που είχε θέσει στον εαυτό της, άπλωσε το χέρι της και ακούμπησε το σχεδόν φολιδωτό πόδι του γίγαντα. Εκείνος έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος της κι εκείνη τη στιγμή το φεγγάρι επέλεξε να βγει από τα σύννεφα στα οποία κολυμπούσε και να λούσει με τις ακτίνες του το παράταιρο ζευγάρι. Ο γίγαντας είδε τα κόκκινα σαν φωτιά μαλλιά και τα γαλάζια σαν πάγο μάτια της πριγκίπισσας και απέστρεψε το βλέμμα του θαμπωμένος. Η πριγκίπισσα περπάτησε μπροστά του, πιο θαρραλέα τώρα αλλά ο γίγαντας κατέβασε το βλέμμα του και περιεργάστηκε τα πόδια του, σαν να έβλεπε κάτι ενδιαφέρον εκεί. Τον άγγιξε ξανά, η παλάμη της ήταν όσο το νύχι του δάχτυλου του.
«Γιατί δε με κοιτάς; Γιατί δε με αγγίζεις;» ρώτησε παρατηρώντας κάθε λεπτομέρεια του άσχημου και τραχιού του προσώπου. Ο γίγαντας δεν απάντησε και η πριγκίπισσα τον ξαναρώτησε. Όταν σήκωσε το βλέμμα του κοίταξε πέρα από αυτή, τα δέντρα που χόρευαν στο ρυθμό του τραγουδιού των άστρων.
«Γιατί αν σε κοιτάξω φοβάμαι ότι το βλέμμα σου θα με παγώσει. Κι αν σε αγγίξω φοβάμαι ότι τα μαλλιά σου θα με κάψουν» της απάντησε απλοϊκά.
Η πριγκίπισσα έσυρε το δάχτυλο της σε μια βαθιά ουλή του χεριού του.
«Ποιος στο έκανε αυτό;»
Ο γίγαντας απλά ανασήκωσε τους ώμους του. Η πριγκίπισσα, ανακουφισμένη που μέχρι τώρα δεν είχε συμβεί κάτι κακό (κι αναμενόμενο όταν έχεις να κάνεις με αιμοδιψείς γίγαντες) επέμεινε.
«Εδώ μένεις;»
Ο γίγαντας κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
«Δεν είναι και πολύ όμορφο μέρος, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ξανά και προτού προλάβει ο γίγαντας να απαντήσει με κάποια κίνηση του κορμιού του, συνέχισε:
«Ούτε κι εσύ μιλάς πολύ…»
Ο γίγαντας στύλωσε το βλέμμα του σε κάποιο μακρινό αστερισμό και δάκρυα λαμπύρισαν στα μάτια του.
«Κανείς δε θέλει να με ακούσει. Κανείς δε θέλει να ζει μαζί μου.»
Η πριγκίπισσα το συλλογίστηκε για λίγο – κι ένιωσε λίγη συμπάθεια για το άσχημο πλάσμα που καθόταν μπροστά της. Ξαναέσυρε το δάχτυλο της στη ουλή.
«Ποιος στο έκανε αυτό;»
Ο γίγαντας τράβηξε το χέρι του, αλλά όχι απότομα. Η καρδιά του χτυπούσε πιο γρήγορα.
«Έρχονται τη νύχτα. Άντρες από κάθε γωνιά του κόσμου. Και θέλουν να με πονέσουν.»
«Μα γιατί;»
«Γιατί δεν είμαι σαν αυτούς» απάντησε απλά το τέρας κι αυτή τη φορά ένα δάκρυ έσταξε από τα μάτια του κι έσκασε στο χώμα δημιουργώντας μια μικρή λιμνούλα λάσπης.
Η πριγκίπισσα ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό της – ήξερε για το τέρας που όλοι οι πολεμιστές όλων των βασιλείων ήθελαν να σκοτώσουν και ήξερε και για ποιο λόγο το ήθελαν.
Γιατί όποιος εξαφάνιζε την απειλή που βρισκόταν στο Δάσος των Σκιών θα κέρδιζε και το χέρι της πριγκίπισσας με τα φλογερά μαλλιά και τα παγερά μάτια.
«Εσύ γιατί είσαι εδώ;» ρώτησε ο γίγαντας, βγάζοντας την από τις σκέψεις της.
«Γιατί χάθηκα και δε μπορώ να γυρίσω… και δεν ξέρω αν θέλω πια» συμπλήρωσε αναλογιζόμενη το πόσο πόνο είχε προξενήσει άθελα της στο πλάσμα μπροστά της.
«Κοίταξε με», είπε επιτακτικά και ο γίγαντας την κοίταξε αυτή τη φορά, με φόβο – και δεν πάγωσε.
«Άγγιξε με», ξαναείπε η πριγκίπισσας και το τέρας άπλωσε το δάχτυλο του με προσοχή και της χάιδεψε τα κατακόκκινα μαλλιά – και δεν κάηκε.
Η πριγκίπισσα άπλωσε τα χέρια της.
«Πάρε με αγκαλιά και κράτησε με μαζί σου για πάντα» του είπε σοβαρά. Πλέον δε φοβόταν το δάσος και το σκοτάδι.
Την κράτησε στη χούφτα του και την έφερε στο ύψος των ματιών του.
Χάθηκε μέσα στο γαλάζιο των ματιών της και μέσα στην ησυχία της νύχτας μπόρεσε για πρώτη φορά να ακούσει το τραγούδι του ουράνιου στερεώματος – και ήταν τόσο όμορφο, όσο η πριγκίπισσα που κρατούσε στην αγκαλιά του.
0 σχόλια:
Post a Comment