Η ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΠΑ ΜΙΛΑΕΙ ΣΤΟ READ TO DEATH
Η
Μαριλένα Παππά, εκτός από ταλαντούχα
συγγραφέας είναι και μια δημιουργός με ουσιαστική αγάπη για τη λογοτεχνία, τα
βιβλία, τις λέξεις. Προσωπικά με εντυπωσίασε με το παιδικό της βιβλίο «Φεγγαροκουταλιές», αλλά και την
ποιητική συλλογή «Ερωτικές επιστολές στον
κύριο Π.Β». Διαβάζοντας το νέο της βιβλίο «Παρέα με τον Ελύτη», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πηγή,
δεν μπορείς να μην εκτιμήσεις τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί τις λέξεις
για να μιλήσει για την ποίηση της ζωής.
Την
ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη που μας παραχώρησε εδώ στο Read
to
Death και σας προσκαλούμε
την Παρασκευή 9 Δεκέμβρη στις 20:00 στο Free Thinking
Zone (Σκουφά 64, Αθήνα,
τηλ: 2103617461) για να μιλήσουμε για το βιβλίο παρέα με τη Μαριλένα.
Συνέντευξη:
Μαρία Μπακάρα
Επιμέλεια:
Άρτεμις Βελούδου-Αποκότου
Μαριλένα μου, σε ευχαριστούμε
πολύ για τη συνέντευξη που παραχωρείς στο Read to
Death.
Συναντιόμαστε και πάλι, για να μιλήσουμε για το νέο σου βιβλίο «Παρέα με τον Ελύτη». Παρακολουθώντας
την επαγγελματική σου πορεία γνωρίζω πως μια μεγάλη σου αγάπη είναι το θέατρο.
Γράφεις άλλωστε κριτικές για θεατρικές παραστάσεις σε πολιτιστικά sites,
καθώς και στο προσωπικό σου ιστολόγιο http://www.rubicube.gr/. Ωστόσο επέλεξες να
χρησιμοποιείς διακειμενικά την ποίηση και όχι το θέατρο. Γιατί;
Εγώ
ευχαριστώ για τη φιλοξενία! Κάθε φορά σκέφτομαι: «Δεν είναι υπέροχες αυτές οι
συναντήσεις μας με ορμητήριο πάντα ένα βιβλίο;» ! Ναι, το αγαπώ πολύ,
υπερβολικά πολύ! Νομίζω ότι δεν είχε έρθει ακόμη η κατάλληλη στιγμή. Δεν ήμουν
έτοιμη, ώριμη (συγγραφικά και μη). Αλλά εδώ και περίπου έναν χρόνο έχω κάτι στο
μυαλό μου που περιστρέφεται γύρω απ’ αυτό. Για να δούμε, για να δούμε! Η ποίηση
μου ήταν πάντοτε οικεία, «εύκολη», ένα δικό μου κομμάτι. Αυτό το συναίσθημα δεν
είναι τωρινό, από την εφηβεία που ξεκίνησα να διαβάζω ποίηση συστηματικά είχα
πάντα το ίδιο συναίσθημα. Ότι εδώ ανήκω, ως αναγνώστης, ως –ας μου επιτραπεί-
«κατανοητής» και –για κάποιους- ως επινοητής.
Η προσωπική μου άποψη για το
βιβλίο σου είναι πως δεν πρόκειται για μια ιστορία που μιλάει για τον έρωτα, τη
φιλία, τα όνειρα, άλλα για τη ζωή. Τη ζωή που είναι οι μικρές, ασήμαντες
στιγμές μας, που ακριβώς επειδή είναι ασήμαντες τις θεωρούμε δεδομένες ή όντας
τυφλοί συχνά δεν τις βλέπουμε, δεν τις ακούμε, δεν τις ζούμε. Εσύ γράφεις μέσα
στο βιβλίο σου: «Βγαίνουν έξω και λένε
αυτές τις καθημερινές κουβέντες που κανείς δεν συγκρατεί ποτέ ως στιγμές. Κι
είναι αυτές όμως που καταλαμβάνουν τον περισσότερο χρόνο από τη ζωή μας. Οι
καλημέρες και οι καληνύχτες, οι βλακείες που λέμε με φίλους μας τα βράδια, τα
φλερτ και τα πειράγματα. Αυτή είναι η ζωή.» Αποφάσισα λοιπόν να σε ρωτήσω
αυτό ακριβώς που θέλουμε όλοι οι αναγνώστες να ρωτήσουμε τους δημιουργούς και
συχνά δεν μπορούμε. Τι είχες στο μυαλό σου όταν έγραφες το «Παρέα με τον Ελύτη»;
Μου
αρέσει αυτή η ερώτηση! Θα σου πω πρώτα τι είχα στην ψυχή μου. Είχα μία απέραντη
αισιοδοξία ότι αξίζει να πιστεύω στη ζωή και σε όλα εκείνα τα υπέροχα που
έζησα, ζούσα, θα ζούσα. Είχα πίστη στο μέλλον, στον ήλιο και στους ανθρώπους.
Κι έπειτα είχα την ανάγκη να κάνω και τους άλλους να πιστέψουν σε όλα αυτά. Έτσι
το μυαλό μου αναγκάστηκε να υποταχθεί σ’ αυτήν μου την επιθυμία, να μαζέψει όλα
αυτά τα στοιχεία και να τα «κουμπώσει» σε μια ιστορία που θα λεγόταν «Παρέα με
τον Ελύτη». Θυμάμαι τόσο καθαρά τη στιγμή της σύλληψης. Ήταν Φεβρουάριος του
2013 κι εγώ περίμενα στη στάση της τοπικής συγκοινωνίας του Αμαρουσίου για να
πάω στη δουλειά μου. Στα ακουστικά μου άρχισε να παίζει το «Clocks» των
Coldplay. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξεκίνησε να γράφεται το πρώτο κεφάλαιο, το
οποίο αποτυπώθηκε με λέξεις τρεις μήνες αργότερα (Και για το λόγου το αληθές,
το πρώτο κεφάλαιο λέγεται «Ρολόγια»).
Κάπου μέσα στο βιβλίο γράφεις «Η αγάπη. Υπερβαίνει τα πάντα. Τις πιο
κρυφές μας φοβίες, την αμηχανία που δημιουργούμε για να μην πούμε σε κάποιον
άλλον «Σ’ αγαπώ», τη δυσκολία να εκφραστούμε, υπερβαίνει ακόμα και τις εμμονές
[…] Κι έτσι ξέρω ότι η αγάπη είναι το μοναδικό μέσο που έχει ο άνθρωπος για να
νικήσει τα πάντα. Ακόμα και τον χρόνο. Ακόμα και τον θάνατο». Νομίζω πως
είναι από τις αναγνωστικές στιγμές που προσωπικά με καθόρισαν. Το πιστεύεις; Η
αγάπη υπερβαίνει τα πάντα, ακόμα και τον χρόνο; Είναι η πανοπλία μας απέναντι
στη φθορά, ή απλώς η δικαιολογία μας;
Θέλω
να φωνάξω χίλιες φορές ‘ναι’! Ναι, υπερβαίνει τα πάντα. Η αγάπη για ‘μένα είναι
ανάμνηση. Ανάμνηση μίας υπόσχεσης, ενός ανθρώπου, μίας ζωής. Και πίστη σ’ αυτήν
την ανάμνηση. Μπορείς να αγαπάς κάποιον ή κάτι, ακόμα κι αν –με όλους τους
πιθανούς τρόπους- έχει φύγει από ζωή
σου. Η αγάπη σου επιτρέπει να ανακαλείς στιγμές, να δίνεις ραντεβού στο Τόκυο
τα βράδια με τον παππού σου, να αντέχεις τη φθορά, να βλέπεις πίσω από κάθε
ρυτίδα έκφρασης τον άνθρωπό σου και το πιο σημαντικό… Η αγάπη σου επιτρέπει να
αγαπιέσαι.
(Φωτογραφία της Λίλης Αναστασίου
από την έκθεση φωτογραφίας εμπνευσμένη από το βιβλίο, που θα πραγματοποιηθεί
την ημέρα της παρουσίασης)
Αν δεν ήταν παρέα με τον Ελύτη,
με ποιον θα ήταν;
Με
κάποιον αναντικατάστατο.
Η ποίηση θεωρείται, από την
πλειοψηφία, τέχνη για τους «λίγους». Προσωπικά πιστεύω πως η ίδια η κοινωνία
μας την περιθωριοποιεί βάζοντάς τη σε βάθρο, όπως και αρκετές «υψηλές» τέχνες.
Το ίδιο το σχολείο τη βάζει σε κουτάκια και τη χρησιμοποιεί για να υπαγορεύσει
στους μαθητές την άποψη της μάζας με απουσία κριτικής σκέψης, προσωπικής άποψη
και συναισθήματος. Εσύ πώς νιώθεις γι’ αυτό; Θεωρείς πως στην ποίηση οφείλει το
συναίσθημα να οδηγεί;
Δεν
ξέρω αν είναι τέχνη για λίγους, σίγουρα έχει γίνει ανάγνωσμα για λίγους. Έχει
γίνει ένα βαρετό sos θέμα εξετάσεων για το σχολείο, τρεις στίχοι που θα
περάσουμε στο facebook για να το παίξουμε και καλά δήθεν διανοούμενοι και κατά
τ’ άλλα εξυμνούμε στίχους όπως το «40 βαθμοί, λιώνει το κορμί». Κάποιες φορές
νιώθω ότι αυτό που στ’ αλήθεια λείπει από την κοινωνία, δεν είναι η ποίηση με
τη μορφή των στίχων, αλλά η ποίηση νέων σπουδαίων πραγμάτων. Η πλάση από το
μηδέν ενός σημαντικού ποιήματος. Νιώθω ότι το πρόβλημα ξεκινάει από το σχολείο,
από την κακή εκπαίδευση που θα ήθελε ιδανικά να παράγει τους τέλειους
«τεχνοκράτες» και τίποτα άλλο.
Τόλμησες να γράψεις ένα από τα
καλύτερα παιδικά βιβλία που έχω διαβάσει, χρησιμοποιώντας αλληγορία.
Ταυτόχρονα, τοποθέτησες σε μία δυστοπία την ιστορία σου, κάτι που λίγοι τολμούν
σε ένα παιδικό βιβλίο. Θεωρείς πως υπάρχουν λογοτεχνικά είδη που οφείλουν να
μην απευθύνονται σε παιδιά; Αλήθεια, υπάρχουν λογοτεχνικά πρέπει για εσένα;
Ω,
σ’ ευχαριστώ στ’ αλήθεια τόσο πολύ! Ίσως ήταν η άγνοια κινδύνου που μου
επέτρεψε ένα τέτοιου είδους «ατόπημα», ίσως και η άγνοια για το τι ψάχνουν οι
εκδοτικοί οίκοι από ένα παιδικό βιβλίο. Τις «Φεγγαροκουταλιές» τις έγραψα το
2012, σε μία στιγμή αυθεντικής έμπνευσης που με έκανε να θεωρήσω ότι ένα από τα
πιο σημαντικά μηνύματα που θα έπρεπε να υπάρχουν σε ένα παιδικό βιβλίο είναι
ότι δεν υπάρχει κανείς στ’ αλήθεια «κακός». Ότι μέσα σε κάθε άνθρωπο
συνυπάρχουν -ενδεχομένως ή και σίγουρα όχι ισόποσα- το καλό και το κακό, ότι ο
κόσμος δεν είναι ιδανικά πλασμένος και ότι για κάθε δίκαιη λύση υπάρχει πάντα
μία απώλεια. Για κάθε επιλογή υπάρχει μία απώλεια. Πιστεύω ότι κάθε παιδί θα
πρέπει να έχει πρόσβαση στη λογοτεχνία, ακόμα και στην κακή. Ακόμα κι ένα κακό
βιβλίο έχει κάτι να σου δώσει, αν μη τι άλλο κριτική σκέψη και ένα ακόμα μέτρο
σύγκρισης για να μπορείς να ξεχωρίσεις το καλό από το κακό.
Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά
σου σχέδια;
Μήπως
και ξέρω; Έχω δύο πράγματα στο μυαλό μου, αλλά το απόλυτο κενό στον υπολογιστή
μου! Εδώ και πολύ καιρό είχα χάσει τον εαυτό μου, την ταυτότητά μου ως
προσωπικότητα και ως συγγραφέας. Ίσως και να μην την έχασα, αλλά να την άφησα
για λίγο στην άκρη, τόσο όμως που να μην εξελιχθεί καθόλου, κι αυτό είναι
άσχημο. Πιστεύω όμως ότι το επόμενό μου βήμα θα είναι κάτι θεατρικό. Νιώθω ότι
αναπληρώνω τον χρόνο που άφησα να φύγει πολύ γρήγορα. Και είναι και κάτι ακόμα.
Το έργο έχει ήδη αρχίσει να μου «μιλάει». Μου μιλάει τις στιγμές που
αφαιρούμαι, μου μιλάει τις στιγμές που σκέφτομαι το νόημα όλων αυτών. Έχει
πάρει ήδη μία μορφή κι έναν τίτλο μέσα μου.
«Η
Μαριλένα παρέα με τον Ελύτη»…
θα ήθελα ως επίλογο να μου συμπληρώσεις τη φράση.
Η
Μαριλένα παρέα με τον Ελύτη, τον Πάνο, την Τατιάνα, τη Μυρσίνη, την Κατερίνα,
τη Λίλη κι εσένα, Μαρία μου, θα βρίσκονται αυτήν την Παρασκευή, στις 9/12 στο Free thinking zone, στις 20:00! Σας περιμένουμε!
(Φωτογραφία της Λίλης Αναστασίου
από την έκθεση φωτογραφίας εμπνευσμένη από το βιβλίο, που θα πραγματοποιηθεί
την ημέρα της παρουσίασης)
0 σχόλια:
Post a Comment